- καθυγίασις
- καθ-υγίασις, ἡ, Heilung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθυγίασις — καθυγίασις, ἡ (Α) τέλεια θεραπεία, γιατρειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑγίασις (αντί τού ὑγίανσις < ὑγιαίνω), πιθ. αναλογικά προς το καθ αγίασις (< καθ αγιάζω)] … Dictionary of Greek